Πότσο, Αντρέα

Πότσο, Αντρέα
(Pozzo, Tρέντο 1642 – Bιέννη 1709). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μοναχός από το 1665 στο τάγμα των ιησουιτών, ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της διακοσμητικής ζωγραφικής του 17ου αι. Η φαντασία και η λογική ενώνονται στα έργα του και οι κανόνες της γραμμικής προοπτικής και της οπτικής δημιουργούν φανταστικά αρχιτεκτονήματα, που αναμειγνύονται με τα πραγματικά και κυριαρχούν στις μορφές. Στα έργα του διατηρεί μόνιμα μια σταθερή οπτική γωνία. Το 1676-79 διακόσμησε τον θόλο του κυρίως ναού και του ιερού στην εκκλησία της Αποστολής στο Μοντοβί ύστερα εργάστηκε στην εκκλησία των ιησουιτών στη Μοδένα. Το 1685-91 διακόσμησε την εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου· εκεί πραγματοποίησε τις προοπτικές έρευνες που παρουσίασε στο δίτομο έργο του: Προοπτική των ζωγράφων και των αρχιτεκτόνων (1693 – 1702). Από το 1704 μέχρι τον θάνατό του εργάστηκε στη Βιέννη στην εκκλησία του πανεπιστημίου, στο σαλόνι του μεγάρου Λιχτενστάιν καθώς και στο κολέγιο των ιησουιτών. «Η Δόξα του Αγίου Ιγνατίου» του Αντρέα Πότσο, νωπογραφία στην οροφή της ομώνυμης εκκλησίας στη Ρώμη, χρονολογείται στα 1685 και είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των ψευδαισθητικών επιδιώξεων του μπαρόκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”